Οφτό αντικριστό (ψητό κρέας αντίκρυ -στο στην φωτιά)
Το οφτό ή αντικριστό είναι κατσίκι ή αρνί. Το μαγείρευαν βοσκοί συνήθως στα ορεινά του νησιού αιώνες πριν. Οι επισκέπτες μπορούν πια να το βρουν σχεδόν παντού. Ο παραδοσιακός τρόπος μαγειρέματος: το ζώο χωρίζεται σε τέσσερα κομμάτια, κάθε κομμάτι αλατίζεται και καρφώνεται σε ξύλινες σούβλες. Κάποιοι βοσκοί συνήθιζαν τον αντικριστό τρόπο μαγειρέματος: έβαζαν μεγάλες πέτρες και σχημάτιζαν με αυτές ένα τετράγωνο, στο οποίο στοίβαζαν τις σούβλες. Στη μέση αυτού του μεγάλου πέτρινου τετράγωνου, ούτε πολύ κοντά αλλά ούτε και πολύ μακριά, άναβαν φωτιά με ξύλα. Έτσι το κρέας ψηνόταν με τις φλόγες, έχοντας πάντα υπόψη την κατεύθυνση του αέρα και το κρέας ψηνόταν απέναντι από τη φωτιά όχι πάνω σε αυτήν. Μετά από 45 λεπτά οι βοσκοί άλλαζαν πλευρό στο κρέας. Το μυστικό του αντικριστού ήταν πως το κρέας ψηνόταν αργά με το λίπος του και με πολύ αλάτι. Οι βοσκοί χρησιμοποιούσαν πολύ αλάτι για να αναπληρώνουν τους ηλεκτρολύτες που έχαναν σκαρφαλώνοντας καθημερινά στα βουνά για να βοσκήσουν τα ζώα τους.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου υπάρχει η πρώτη αναφορά στο οφτό (στη 10η ραψωδία). Από άλλες πηγές της αρχαιότητας μαθαίνουμε πως τα δόρατα των πολεμιστών χρησιμοποιούνταν και ως σούβλες για το μαγείρεμα του αρνίσιου κρέατος. Στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου μαγείρευαν κι έτρωγαν το οφτό μισοψημένο γιατί φοβόντουσαν πως ο εχθρός (οι Τούρκοι) θα έβλεπαν τη φωτιά και θα τους κυνηγούσαν.
Το οφτό ή αντικριστό ήταν γνωστό στα χωριά γύρω από τον Ψηλορείτη και κατά τη διάρκεια των τελευταίων 2 ή 3 αιώνων διαδόθηκε και στο υπόλοιπο νησί.