Επαρχία Μαλεβιζίου – δυο εποχές

Επαρχία Μαλεβιζίου, Castellania Malevizi

Δυο εποχές

Αλκυονίδες μέρες που φέτος κράτησαν βδομάδες ολόκληρες – άρρωστος ο πλανήτης Γη, είπαν οι λογής επιστήμονες – μαζί και η βεντέμα, έφεραν τους ανθρώπους στα χωράφια.
Αγρότες και αγρότισσες, δημόσιοι υπάλληλοι εν αδεία – διαλύουν οι υπηρεσίες, κράζει ο Τύπος- οι ξένοι εργάτες, κυρίως αυτοί, καθείς και άλλη περίπτωση, όλοι στο μάζεμα της Ελιάς. Εδώ, Επαρχία Μαλεβιζίου, από εκείνον τον ‘’κακό γείτονα’’ στα χρόνια της Γαληνότατης, τότε που η καραβοκύρισσα Βενετία διαφέντευε το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη. Στις απότομες υπώρειες του Ψηλορείτη που όσο κατεβαίνουν γίνονται τρυφερές παρειές νιούτσικου παλικαριού. Με τα νερά να τρέχουν υπόγεια, γιατί, κακά τα ψέματα, σε τούτο τον τόπο πια, οι μύθοι συμπορεύονται με την ανατροπή τους. Κι ο Ξενικάδος κι ο Βαθειάς και ο Αγαδικός λαλούν υπόκωφα, αν θες να τους ακούσεις μέσα στα βιβλία των παλιών περιηγητών.

Και ζωντάνεψαν τα βουνά, οι λόφοι και τα λαγκάδια. Πήρε μπροστά το ελαιοραβδιστικό, επισήμως ονομαζόμενο το μηχανάκι του ραβδίσματος, να αντιβοά από πλαγιά σε πλαγιά. Το τρακτέρ ν’ ανεβοκατεβαίνει τους ταλαιπωρημένους δρόμους. Τόσο όμορφος τούτος ο τόπος! Γέννημα θρέμμα των σεισμών, πουθενά επίπεδος, με το ανάγλυφό του να παίζει με τον άνεμο, μια πατουλιά ψηλά, μια χαμηλά. Στα γύρω βουνά ‘’να διακρίνεις τις πτυχώσεις από τους μανδύες των πινάκων του Θεοτοκόπουλου και στο ηλιοβασίλεμα τους τεφρούς τόνους των χρωμάτων του’’. Και η Ελιά να βασιλεύει. Υπάρχει πιο όμορφο δέντρο από την ελιά; Κι ας προσπάθησαν να την εκχυδαΐσουν, από ασήμι σε χρυσό, λες κι αυτή έχει ανάγκη τα λεγόμενα πολύτιμα μέταλλα, γέμισαν βιτρίνες και χέρια ντοπαρισμένων αθλητών, αυτή πολύ που τη νοιάζει…Στέκεται όρθια στα χωράφια της Μεσογείου αιώνες των αιώνων, από τις πλαγιές της αρχαίας Ραύκου και της Ριζηνίας ως κάτω την Φαιστό και πέρα τα αφρικάνικα παράλια, στρίβει κατά τα χωριά της Σικελίας, και τις ακτές του Γιβραλτάρ, χοροπηδά ως τη μεριά της Παλαιστίνης και τ΄ ακροτόπια της Κυπραίας Σαλαμίνας. Στέκει και θωρεί. Έχει να μαρτυρήσει πολέμους και σκοτωμούς, να εξομολογηθεί τα μυστικά της Καρχηδόνας του Αννίβα και του Ακριτζέντο του Πιραντέλο, να συνομιλήσει με τους Εβραίους και τους Άραβες, να ομολογήσει φονικά της θάλασσας και των ανθρώπων βεντέτες, για μετανάστες του Νότου προς το βορρά να κλάψει, και καραβοτσακισμένους ξένους από την Ανατολή στο Νότο. Να μιλήσει για παράξενους έρωτες κάτω από τα κλαδιά της. Σοφή. Όχι γιατί την ευλόγησε η Αθηνά, η πονηρή καταφερτζού του δωδεκάθεου, όχι, είναι σοφή γιατί δεν την άγγιξε ο χρόνος. Το πέρασμα των αιώνων τη σεβάστηκε, δεν την ξερίζωσε, δεν την έδιωξε πέρα από τη μήτρα της, τη Μεσόγειο. Έμαθε έτσι. Έμαθε πολλά. Ιστορημένα και ανιστόρητα. Κι έμεινε. Φιλεύσπλαχνη. Από κρύο σε χιονιά, από καύσωνα σε βροχή, έμαθε να δίνει μόνο δώρα.
– Γιώργη, έφερες τα τσιγάρα;
Όταν, Γιώργης έγινε ο Αλβανός Ισμαήλ και ο Στάνκο από τη Βουλγαρία. Αυτοί μαζεύουν πια τον πλούσιο καρπό. Διάλειμμα για κολατσιό. Το τρακτέρ φέρνει το φαΐ της νοικοκυράς από το χωριό, ένα τσιγάρο, μια ιστορία του Αλβανού εργάτη, ‘’πέρασα τα σύνορα χωρίς παπούτσια, και…’’, μιαν άλλη του παλιού καιρού…’’ο τούρκος αγάς, που λες, είχε όλα τα χωράφια από δω ως του Καντρή τη γέφυρα… και ερωτεύτηκε μια χριστιανοπούλα από το Πετροκέφαλο και για να τηνε πάρει… ‘’

Κι ύστερα πάλι το μηχανάκι τραγουδά. Τα μεσημέρια με λιακάδα, πάντα γύρω στις δώδεκα, ένα γεράκι, αλάνθαστο ρολόι, κατεβαίνει από τον Ψηλορείτη. Ψάχνει τροφή. Βουτά από τον Πρινιά ως Άγιο Μύρωνα, φτάνει στις Βούτες, επιστρέφει πάνω από το καλεσσανό φαράγγι, κάποτε σταματά. Ζυγιάζει το κορμί του, καρφώνει το μάτι και ορμά προς τα κάτω…χάνεται και σηκώνεται πάλι κινώντας γι’ αλλού.
Τ’ απογεύματα τα σακιά στοιβάζονται στο ελαιουργείο. Μαυρισμένα τραχιά χέρια τα κουβαλούν. Εκατοντάδες σακιά. Ένα τσιγάρο ακόμα, μια τελευταία κουβέντα, καλή η τιμή του λαδιού φέτος, τόσα σακιά – τόσα κιλά, καλή σοδειά, το περσινό νερό έφερε καρπό. Ο καθένας στους υπολογισμούς του πριν τα χωριά βυθιστούν στη μοναξιά τους. Για τα ‘’ πανωγραψίματα’’ ας μη μιλήσεις καλύτερα. Θα τ’ ακούσουν οι ελιές και θα πληγωθούνε…
Μόνο που ο καιρός θα πάρει να χαλάσει. Χειμώνας και βορειοδυτικός να ξυρίζει. Μαύρο κορακίσιο το βουνό του Δία, κατεβαίνουν τα σύννεφα και σκεπάζουν τον Κρουσσώνα, σφαλίζουν τα κοπάδια στις στάνες, παράθυρα και πόρτες αμπαρώνουν, έρχεται το νερό, ευλογημένο! Στον Άγιο Μύρωνα, την αρχαία Κνωσία, μυρωμένο του Αγίου το νερό της κρήνης, ο άνεμος σε πετά από τη μια άκρη του δρόμου στην άλλη, αν κάνεις πως πας προς τη Μονή του Γοργολα’ί’νη θα βρεις καταφύγιο κάτω από τις βιαστικά ανθισμένες νεραντζιές. Και το πρωί θα σου δείξει μιαν άλλη ακόμα όψη του το Όρος. Λευκό, κατάλευκο ως την Αγιά Ερήνη και την κορφή του Στρούμπουλα. Ναι, εκεί που ο Τάλως έκοβε τις βόλτες του, ο Τάλως ο πετροβολητής, ο Τάλως ο δικαστής, που η Μήδεια δασκάλεψε στους Αργοναύτες το θάνατό του.
Και ο Νοτιάς; Α! όταν έρχεται ο Νοτιάς δεν μπορείς να σταθείς σ’ ανοικτό τόπο. Έρχεται από την Αφρική, την Αίγυπτο και τη Λιβύη, πιο πέρα ακόμα, τη μεγάλη έρημο της Σαχάρα, ανεβαίνει το κάμπο της Μεσσαράς, σαρώνει το Μαλεβίζι απ’ άκρη σ’ άκρη ως να ξεσπάσει πάνω στο Χάνδακα, το μεγάλο Κάστρο, το Ηράκλειο. Με γυμνό μάτι, αυτοστιγμεί θαρρείς, βλέπεις πως λιώνει το χιόνι, τα κυπαρίσσια υποκλίνονται κατά το βορρά και μια κόκκινη, κατακόκκινη άμμο κουβαλά. Την απλώνει παντού, άλλοτε ξερή, άλλοτε βρόχινη. Είναι τότε που όλα ματώνουν και μια ιδιότυπη αλληλεγγύη δένει τους κατοίκους.

Άνοιξη…Από το Φλεβάρη ακόμα. Βούλες χιονιού στις κορυφές του Ψηλορείτη, αποχαιρετισμός ενός ζεστού χειμώνα. Τα χωριά, πάντα εδώ, να φωλιάζουν στις πλαγιές του. Ο Κρουσώνας , το Πενταμόδι, το Κεραμούτσι , οι Κορφές, Άγιος Μύρωνας και Ασίτες, η Πυργού, ο Πρινιάς, το Πετροκέφαλο ως δίπλα στην πόλη οι Βούτες. Άσπρο και κόκκινο κάτω από τον ήλιο. Τα αμπέλια, μια σειρά νιούτσικο πράσινο, μια λωρίδα χωματένια και ξανά το μοτίβο επαναλαμβάνεται, ρούχο με ρίγες φόρεσαν οι λόφοι. Τα περίφημα αμπέλια της μαλβαζίας, κάποτε. Και μαλώνουν οι ιστορικοί, αν το περίφημο κρασί πήρε τ’ όνομά του από τούτα τα μέρη. Κρασί με γεμάτη γεύση, το φόρτωναν στις γαλέρες τους οι Βενετσιάνοι κι είχαν να πουν στους άρχοντες πως το χαν φερμένο από τη δική τους Τοσκάνη, το Μαλεβίζι της Νήσου Κρήτης. Και οι δρόμοι φίδια, άλλοτε κουλουριασμένα και άλλοτε ευθύβολα από χωριό σε χωριό ως ψηλά τη Λιβάδα και το πέρασμα για το Βρωμονερό. Το μονοπάτι στρίβει ως τα σύνορα του Μυλοποτάμου, στην αρχαία Ζώμινθο να φτάσει βαθιά στη Νίδα. Κατσόπρινα και πετρομάρουλα, άγρια κυκλάμινα χωμένα στη σκιά των βράχων. Τόποι σκληροί, καπεταναίοι και αντάρτες, ζωοκλέφτες και δωσίλογοι τους διαφέντεψαν. Και νάτες πάλι τις ιστορίες. Λίγα αυτοκίνητα ανεβαίνουν, γυαλίζουν για δευτερόλεπτα κόντρα στις ακτίνες του ήλιου, φεύγουν, χάνονται.
Τα κοιμητήρια. Έχετε δει τι όμορφοι τόποι είναι τα κοιμητήρια των χωριών την άνοιξη; Στις πλαγιές των λόφων, λίγο προς την κορυφή, φρουρούμενα άγρυπνα από παλιά κυπαρίσσια. Η άνοιξη μοσχοβολά και τα καντήλια αναμμένα ξαγρυπνούν τις νύχτες. Προέκταση φωτεινή του ανθρώπινου χεριού που τα άναψε, τα σώματα μαυροντυμένων γυναικών να φτάνουν ακόμα από τον κόσμο του Μύθου, σκυμμένα στα μνήματα , το λάδι, το φυτίλι, λίγα φρέσκα λουλούδια, όχι πως τα πλαστικά δεν λείπουν και δω, απόηχος της κουλτούρας του εύκολου, του δήθεν αμάραντου, εντέλει του τόσο ευτελούς.

Οι μαντηλίδες πήραν να κιτρινίζουν φέρνοντας κοντά τους τις μέλισσες, η ρόκα άνθησε, ένα μικρό λευκό λουλούδι ίδιο πεταλουδίτσα της νύκτας, οι φρέζες του κήπου μοσχομύρισαν , συναγωνίζονται επάξια τις βιολέτες του γείτονα, με τόση ζέστη θ΄ αντέξουν ως την Μεγάλη Παρασκευή να αγκαλιάσουν το Θείο Σώμα; Τα πουλιά ήρθαν να γεννήσουν τ’ αυγά τους στα κιούπια του πέτρινου τοίχου. Δυο σπουργίτια δίνουνε μάχη στην είσοδο της φωλιάς, μάχη κανονική με πονηριές και κατά μέτωπον επίθεση. Η θεωρία του ζωτικού χώρου και στο ζωικό βασίλειο. Τα χελιδόνια; Γύρω στις είκοσι δύο του μήνα Μάρτη θάναι εδώ. Ακριβή στο ραντεβού τους, όπως ακριβώς στο αλφαβητάριο των παιδικών μας χρόνων, ‘’Χελιδόνι μου γλυκό κλπ… κλπ που ήσουνα τόσον καιρό…, ήμουνα στην ξενιτιά, κι έπαιζα μ‘ άλλα παιδιά’’, ναι, τότε που η ξενιτιά γραφόταν με ήτα και έψιλον γιώτα και ήταν ο μακρινός τόπος που πήγαιναν μετανάστες οι δικοί μας άνθρωποι από τούτα τα χωριά. . Τώρα λέμε, ευτυχώς που ήρθαν άλλοι ξενιτεμένοι… να σκάψουν τα χωράφια μας, να καθαρίσουν τους κήπους μας, να βρει νοικοκυριό η άνοιξη να ξαποστάσει.
Κι όταν η νύκτα κατεβαίνει ο φερετζές της δεν είναι καθόλου μαύρος, αφήστε τι λέει το τραγούδι, αλλάζει από το γαλάζιο στο βαθύ μπλε με το στρίφωμα πορφυρό, και λαμπιρίζει σιγά-σιγά φορτωμένος άστρα και γαλαξίες. Τα χωριά πάλλονται φωτισμένα και η σιωπή της νύχτας σπάει από ήχους αρχέγονους. Τα βατράχια κοάζουν στο ρέμα, ο σκύλος αλυχτά, ο γκιώνης κράζει κι ένας δεύτερος του απαντά από το κάτω χωράφι… Μπορεί να σχολιάζουν τα νέα της νύκτας , ποιος ασβός βγήκε από την φωλιά του και ποια αφηρημένη ζουρίδα έπεσε θύμα τροχαίου. Και ύστερα, κάθε βράδυ στο ίδιο σημείο, μια σωλήνα της άρδευσης πάνω από το δρόμο είναι, στα μέσα της διαδρομής από Βούτες προς Πετροκέφαλο, μια γριά κουκουβάγια στρογγυλοκαθισμένη, χωρίς να κόβει σε κανέναν διόδια, αυτή εκεί, ατάραχη, όλα τα παρατηρεί και όλα τα ξέρει.
( Καλά όλα αυτά, ποιητικά και ανοιξιάτικα. Αλλά τα σπίτια; Τούτα τα μεγάλα σπίτια από μπετόν, βίλες τις λένε, στις κορυφές των λόφων τί γυρεύουν; Πως καταργούν το μέτρο, πως πληγώνουν το βλέμμα…μεγάλα σπίτια, πόσοι να τα κατοικήσουν, πόσοι να τα καθαρίσουν… η ψυχική μιζέρια και πως βαφτίστηκε απληστία. )
– Ο Τούρκος αγάς, που λες, είχε όλα τα χωράφια δικά του, από το σπίτι σου μπροστά ως του Καντρή τη γέφυρα, κάτω στο φαράγγι. Την πήρε τη χριστιανοπούλα γυναίκα του. Αδερφή της γιαγιάς μου. Του τηνε δώκανε. Να μη γίνει κακό. Μπορεί βέβαια νάτανε και η περιουσία, ποιος ξέρει. Μπορεί γιατί κι ο ίδιος ήτανε κρυπτοχριστιανός. Την αφήκε στην αρχή ν’ ανεβαίνει, βαθιά χαράματα στο χωριό, μπροστά από τη πόρτα σου αναγκαστικώς, να ξωμολογάται στον παπά της Παναγιάς, μετά τσήκανε δικιά της εκκλησιά, στο ρυάκι δίπλα, κάτω από το πλάτανο, εκεί που κατεβαίνει η γιατρίνα –δισέγγονο της από την πλαϊνή γραμμή – και μαζεύει μυρτιές από τα χωράφια της. Φύγανε βέβαια, με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Έκλαιγε, λέει αυτή, έσκουζε στο κλάμα, πήρανε και το Γιωργή το γιο τους, ναι, χριστιανικό όνομα είχε ετούτος. Πως τη λέγανε; Δε θυμούμαι. Δεν έλεγε η γιαγιά μου τόνομα τση … θαρρώ…Ούτε εκεινού, του τουρκοκρητικού, το όνομα έλεγε κανείς…

Παίρνω την ιστορία του γέρου Πουλάκη, δώρο πολύτιμο, και κάθομαι στην πέτρινη πεζούλα όταν βραδιάζει. Θέλω να του πω, μα δε μπορώ. Θέλω να του πω, πως την τουρκοκρητικιά συγγένισσα του, τη έβγαλα Μελιτινή, γυναίκα του Αβδουραχμάν Οσμανάκη. Και πως τη γνώρισα ένα πρωινό στο πολύβουο Υποθηκοφυλακείο Ηρακλείου, σε κιτρινισμένα κιτάπια τα ίχνη της αφημένα, μορφή πικραμένη, που η Ιστορία δεν τη ρώτησε, ούτε για γάμο, ούτε για γέννα, ούτε για ξεριζωμό. Καμιά φορά, νομίζω πως την ακούω να περνά, βαθιά χαράματα έξω από την πόρτα μου. Σέρνει τα βήματα της, κοντοστέκεται, να ξαποστάσει, θέλει, από το απότομο ανηφόρι, μπορεί και να καλημερίσει, θέλει…Να το ξέρει άραγε πως την ακούω;

Νίκη Τρουλλινού. ©
Λογοτεχνικό περιοδικό Η ΛΕΞΗ, 2007
FacebookmailFacebookmail